dimanche 9 février 2014

Η Νεφέλη

 Φορούσε μια καρέ περούκα. Μαύρα μαλλιά να καλύπτουν το κενό της κεφάλι, απομεινάρι μιας πυρκαγιάς με εμπρηστή τις χημειοθεραπείες. Φορούσε σκούρο δαμασκηνί κραγιόν στα πρησμένα της χείλη. Είχε πουδράρει ελαφρά τη μύτη της, αποκρύπτοντας της κηλίδες, τα ανεξήτιλα σημάδια ενός έρωτα με τον εαυτό της. Στο χέρι της κρατούσε ένα μισοτελειωμένο τσιγάρο με την καύτρα του να μετράει τις σκέψεις που είχαν ξεπηδήξει από το παρελθόν της. Ενός παρελθόντος με λαμπρό μέλλον, όπως της έλεγε η γιαγιά της. Ενός παρελθόντος με ταλαιπωρημένο παρόν.
 Έφυγε βιαστικά και τα τακούνια της ακούγονταν όπως ακούγεται ο εφιάλτης που κοντοζυγώνει. Είχε να ξυπνήσει πρωί αύριο να πάει στη δουλειά. Ήταν μια γυναίκα καριέρας και η ζωή της είχε παίξει ένα περίεργο παιχνίδι. Την είχε αγκαλιάσει γλυκά και της επέτρεψε να κυλίσει μέσα της, όπως κυλάει η λάβα ενός ηφαιστείο και καίει τα πάντα στο διάβα της. Και όταν ήταν πλέον σίγουρη πως είχε κατακτήσει την ευτυχία, η λάβα ξεχύθηκε από μέσα της και της κατέκαψε τα σωθικά. Συνήθισε όμως τη φωτιά και πλέον την αναζητά. Την αναζητά σε πυρκαγιές, σε τζάκια... στα τσιγάρα της. 
 Χωρίς να περάσει πολύς καιρός, ο καρκίνος της χτύπησε την πόρτα. Τον καλωσόρισε χωρίς ίχνος απαισιοδοξίας και φόβου. Τον έσφιξε στα δυνατά της μπράτσα και του έβαλε ένα ποτήρι κρασί. Όμως της έπεσε το ποτήρι και τα κρύσταλλα καρφώθηκαν μονομιάς στα πόδια του καρκίνου. Εκείνη έσκυψε, τα φίλησε και τα ξέπλυνε με τα στοργικά και φλεγόμενα δάκρυα της. Και το φόρεμα της σκίστηκε. Και ξεπρόβαλαν αχνά οι μελανιές στην πλάτη της.

Μάρτυρες του βιασμού της. Μάρτυρες του λιθοβολισμού της...

jeudi 6 février 2014

Και τα στόρια κλειστά.

 Ξενυχτάω μέσα στο κρύο... υγρασία, μούχλα και σαπίλα. Άνθρωποι τριγύρω μου ξερνοβολούνε, κατουράνε σε δημόσια θέα. Εκπνέουνε αλκοόλ και μονάχα αλκοόλ. 
Έχουνε πολύ καιρό να εισπνεύσουνε οξυγόνο, που το αίμα τους συνήθισε και πλέον δεν πήζει όταν πληγωθούνε. Και επειδή όταν πληγωθούνε πεθαίνουνε δεν τους νοιάζει εάν πληγώνουνε.
Να και οι άλλοι. Αυτοί που περιπλανιούνται με ένα τσιγάρο για παρέα, ξαπλώνουνε στα χαλίκια γιατί τα περνούν για χλόη. Την αρρώστια τους τη μισούνε μέχρι και τα αδέσποτα. 
Και μέσα σε αυτή την αηδία, το φεγγάρι το κρύβουνε τα νυχτερινά σύννεφα. Το προστατεύουνε, εμποδίζοντας το να δει την αηδία και να ξεράσει πάνω στον πλανήτη μας. 
Όμως συνήθισαν και αυτά. Και έτσι όπως φεύγει με την ανατολή αυτά μένουν και εμμένουν στο έργο τους, εμποδίζοντας τον ήλιο να φωτίσει. Εμποδίζοντας τον να μας ζεστάνει... να μας λιώσει... 

 Και πλέον ξυπνάω πρωί, ανοίγοντας τα στόρια, περιμένωντας να τον αντικρύσω.
 Και το μόνο που βλέπω είναι γκρί. Και πουθενά αυτός.

Γι'αυτό και έκλεισα τα στόρια μου...

samedi 1 février 2014

Η μέλισσα

Σε τρέφει με μέλι.
Πετάει.
Είναι εργατική.
Έχει κεντρί...
Θες να της μοιάσεις, φίλε μου.
Μα ξεχνάς ένα πράγμα: αφού μπήξει το κεντρί της σε κάποιον αδαή που θα της επιτεθεί... Πεθαίνει.

Θες να εκδικηθείς για να νιώσεις ικανοποιημένος. Για να ικανοποιήσεις το αδηφάγο τέρας του εγωισμού σου. Ποθείς όσο τίποτ' άλλο να είσαι κύριος της κατάστασης. Κύριος του εαυτού σου.
Όμως δεν μπορείς να δεις ότι έτσι επιστρατεύεις πλευρές του εαυτού σου που ούτε εσύ τις ξέρεις. Αυτές που φαντάζουνε τόσο σκοτεινές και τόσο μακρινές από την υποτυπώδη ευτυχία και ευημερία της καθημερινότητας σου. Θεωρείς ότι έχεις τον έλεγχο ακόμα και αυτών.

Μα να θυμάσαι τούτο: Όταν κλείνεις τα μάτια σου και οραματίζεσαι τους δαίμονες σου, πρόσεχε! Κάποια μέρα θα τα ανοίξεις και αυτοί μέσα από τον σπασμένο σου καθρέφτη θα σου γνέφουνε. Και ούτε θα καταλάβεις ποιός είσαι. Και θα συνηθίσεις, Και θα γεράσεις. Και θα χαθείς.

Δεν είσαι μέλισσα. Μπορεί να έκανες μέλι από τα καλύτερα λουλούδια. Μπορεί να πετάς. Μπορεί να είσαι εργατικός. Μπορεί να τα έχεις όλα αυτά, μαζί με το κεντρί. Η μέλισσα όμως δηλητηριάζει τον αντίπαλο. Εσύ θα δηλητηριάσεις τον εαυτό σου.

Και φίλε μου, το δηλητήριο σου θα το κουβαλάς για καιρό ακόμα...