Φορούσε μια καρέ περούκα. Μαύρα μαλλιά να καλύπτουν το κενό της κεφάλι, απομεινάρι μιας πυρκαγιάς με εμπρηστή τις χημειοθεραπείες. Φορούσε σκούρο δαμασκηνί κραγιόν στα πρησμένα της χείλη. Είχε πουδράρει ελαφρά τη μύτη της, αποκρύπτοντας της κηλίδες, τα ανεξήτιλα σημάδια ενός έρωτα με τον εαυτό της. Στο χέρι της κρατούσε ένα μισοτελειωμένο τσιγάρο με την καύτρα του να μετράει τις σκέψεις που είχαν ξεπηδήξει από το παρελθόν της. Ενός παρελθόντος με λαμπρό μέλλον, όπως της έλεγε η γιαγιά της. Ενός παρελθόντος με ταλαιπωρημένο παρόν.
Έφυγε βιαστικά και τα τακούνια της ακούγονταν όπως ακούγεται ο εφιάλτης που κοντοζυγώνει. Είχε να ξυπνήσει πρωί αύριο να πάει στη δουλειά. Ήταν μια γυναίκα καριέρας και η ζωή της είχε παίξει ένα περίεργο παιχνίδι. Την είχε αγκαλιάσει γλυκά και της επέτρεψε να κυλίσει μέσα της, όπως κυλάει η λάβα ενός ηφαιστείο και καίει τα πάντα στο διάβα της. Και όταν ήταν πλέον σίγουρη πως είχε κατακτήσει την ευτυχία, η λάβα ξεχύθηκε από μέσα της και της κατέκαψε τα σωθικά. Συνήθισε όμως τη φωτιά και πλέον την αναζητά. Την αναζητά σε πυρκαγιές, σε τζάκια... στα τσιγάρα της.
Χωρίς να περάσει πολύς καιρός, ο καρκίνος της χτύπησε την πόρτα. Τον καλωσόρισε χωρίς ίχνος απαισιοδοξίας και φόβου. Τον έσφιξε στα δυνατά της μπράτσα και του έβαλε ένα ποτήρι κρασί. Όμως της έπεσε το ποτήρι και τα κρύσταλλα καρφώθηκαν μονομιάς στα πόδια του καρκίνου. Εκείνη έσκυψε, τα φίλησε και τα ξέπλυνε με τα στοργικά και φλεγόμενα δάκρυα της. Και το φόρεμα της σκίστηκε. Και ξεπρόβαλαν αχνά οι μελανιές στην πλάτη της.
Μάρτυρες του βιασμού της. Μάρτυρες του λιθοβολισμού της...